- παρασημασίας
- παρασημασίᾱς , παρασημασίαindicationfem acc plπαρασημασίᾱς , παρασημασίαindicationfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρασημασία — ἡ, Α 1. ένδειξη, δείγμα, σημάδι 2. σημείωση, παρατήρηση στο περιθώριο 3. καλή φήμη, ανάμνηση, αναφορά («γυνὴ ἀξία παρασημασίας», Πολύβ). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σημασία] … Dictionary of Greek